Είμαστε Γυναίκες κι αυτό μας κάνει...Μοναδικές!
"Ο έρωτας έρχεται ξαφνικά" Μια ιστορία βγαλμένη απο...μελλοντικό μυθιστόρημα!
Έχει αισθανθεί κανείς σα να είναι όλα στη ζωή του μάταια, χωρίς νόημα, προορισμό, σκοπό; Έχει αισθανθεί κανείς σα να βρίσκεται στη μέση του πουθενά, αφημένος ξεκρέμαστος ναυαγός σ’ έναν ωκεανό θλίψης αβεβαιότητας και ανασφάλειας, αλλά ελπίζοντας πάντα και αισιοδοξώντας παρόλες τις αντιξοότητες για κάτι ελπιδοφόρο; Υποθέτω πως πάρα πολλοί άνθρωποι γύρω μας καθημερινά βιώνουν το μικρό τους δράμα, είτε στην προσωπική είτε στην επαγγελματική ζωή τους είτε στις διαπροσωπικές – κοινωνικές τους σχέσεις…
Και μετά έρχεται ο έρωτας... Ο έρωτας…τι εύκολο συναίσθημα και τι δύσκολο συνάμα; Για χάρη του έχουν γίνει τα πάντα… Ακόμη και φόνοι έχουν γίνει εν ονόματι του έρωτος. Τι εύκολο που είναι να ερωτευθεί κανείς; τι δύσκολο να είναι δύο άνθρωποι ερωτευμένοι μεταξύ τους. Όσο και αν φαντάζει απλό κι αυτονόητο είναι πάρα μα πάρα πολύ δύσκολο. Ο ερωτευμένος είναι συνήθως ένας. Ο άλλος κολακεύεται από την προσφορά του πρώτου και ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του. Είναι ευνόητο πως τέτοιοι έρωτες είναι καταδικασμένοι εξαρχής.
Τι γίνεται όμως όταν δύο άνθρωποι ερωτευθούν μεταξύ τους τόσο δυνατά από την αρχή, από την πρώτη τους συνάντηση, από την πρώτη προσέγγιση; Όταν διαπιστώσουν την ταύτιση των απόψεων, των στόχων, των ψυχών τους. Είναι το τέλειο; Υπάρχει τελειότητα; Ή είμαστε καταδικασμένοι να την αναζητούμε; Μήπως κι όταν τη βρίσκουμε δεν την πιστεύουμε ή δεν μπορούμε να τη δεχθούμε από φόβο;
Κι εδώ αρχίζει η ιστορία μας: Εκείνη είχε βγει πρόσφατα από μια σχέση που από την αρχή δεν οδηγούσε πουθενά. Τρεφόταν με αυταπάτες. Είχε επενδύσει πολλά σ’ αυτή τη σχέση, αλλά εθελοτυφλούσε, όπως πολλοί κάνουμε κάθε μέρα σε πολλούς τομείς της ζωής μας. Πολλές φορές φταίει και το ίδιο το οικογενειακό ή κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνουμε που ρυθμίζει και καθορίζει τις επιλογές μας.
Τη βασάνιζαν πολλά, ότι είχε επενδύσει σε λάθος άνθρωπο, ότι είχε την ατυχία ή τη «στραβωμάρα» να πέσει σε λάθος άνθρωπο, γιατί δεν πρέπει να τα βάζουμε με τη μοίρα, όταν εμείς που ξέρουμε τόσα, κάνουμε τέτοια λάθη. Ναι, τη θεωρούσε λάθος τη σχέση αυτή για πάρα πολλούς λόγους. Πόσο εύκολο είναι, όταν κάτι τελειώνει να το καταδικάζουμε, ενώ όταν το ζούσαμε ήταν κάτι ωραίο και αψεγάδιαστο. Παρόλα αυτά κατάφερε ύστερα από αρκετό καιρό να βάλει τελεία και να προχωρήσει παρακάτω. Ναι, τώρα πια το ’χε πάρει απόφαση, θα ζούσε χωρίς αυτόν που της στέρησε τόσα πράγματα, δεν είχε πολλά περιθώρια στη ζωή της. Πλησίαζε τα τριάντα και δεν ήταν διατεθειμένη να χαρίσει τα νιάτα της για να εκπληρωθούν φιλοδοξίες αλλονών. Τελεία και παύλα. Εκείνο το καλοκαίρι ήθελε να το περάσει όσο πιο ανέμελα και ξεκούραστα μπορούσε. Αλλά η μοίρα είχε διαφορετικά σχέδια...
Εκεί προς το τέλος του καλοκαιριού ξαναείδε εκείνον που όταν ξανασυναντήθηκαν οι ματιές τους στο παρελθόν ένιωσε ότι μπορεί να διαβάζει την ψυχή της. Δεν το είχε νιώσει αυτό ποτέ ως τότε. Ένιωθε ότι όταν την κοιτούσε αυτός ο άνθρωπος δεν κοιτούσε αυτή, αλλά μέσα της, πέρα απ’ αυτή… Η αύρα που εξέπεμπε ήταν καταλυτική για κείνη, τη μάγευε, μπορούσε να τον ακούει ώρες, όταν μιλούσε, γιατί ήταν λιγομίλητος… Κι όμως έλεγε με τα μάτια του τόσο πολλά. Είχε να τον δει τρία χρόνια. Περίεργο, τρία χρόνια είχε να φανεί λες και περίμενε την κατάλληλη στιγμή που θα εμφανιζόταν μπροστά της ξανά, κι αυτή τη φορά δεν ήταν διατεθειμένη να τον αφήσει να φύγει. Αυτόν τον άνθρωπο περίμενε σ’ όλη της τη ζωή, όλα τα άλλα ήταν ανάπαυλες, ασπιρίνες για να περνάει ο καιρός, εφιάλτες και χίμαιρες. Αυτός θα άλλαζε τη ζωή της. Ήρθε προς το μέρος της, τη χαιρέτησε ευγενικά και μπροστά στους δικούς της την έπιασε διακριτικά από το μπράτσο. Κανείς δεν αντιλήφθηκε τι έγινε. Εκείνη όμως ένιωσε έναν ηλεκτρισμό να διαπερνά όλο της το σώμα. Όλο το βράδυ δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Θα τον ξανάβλεπε; Ήταν σίγουρη, κατά ανεξήγητο τρόπο πως ναι. Ήταν σίγουρη πως αυτός ο άνδρας δε θα φύγει από τη ζωή της. Πώς μερικά πράγματα δείχνουν τις προσθέσεις τους από την πρώτη στιγμή! Λες και μια αόρατη δύναμη κινούσε τα νήματα. Το σύμπαν είχε πάλι συνωμοτήσει!
Εκείνος είχε βγει επίσης πληγωμένος από μια σχέση τριών χρόνων. Την αγαπούσε πολύ και είχε κάνει όνειρα μαζί της. Αυτή το μόνο που ήθελε ήταν να ακολουθήσει λαμπρή καριέρα στο δικαστικό κλάδο. Δε συμμεριζόταν τα κοινά τους όνειρα. Μάλλον τα έβλεπε ως εμπόδια στην επαγγελματική της ανέλιξη. Θύμα κι αυτή της σύγχρονης εποχής που έχει στρέψει τις γυναίκες να αποποιούνται τη γυναικεία τους φύση, για να αποδείξουν ότι κι αυτές μπορούν και μάλιστα πολλές φορές καλύτερα από τους άνδρες. Φυσικά και μπορούν! Κανείς δεν υποστηρίζει το αντίθετο. Μετά όμως τι; Ποιος καλύπτει το δυσαναπλήρωτο κενό των παιδιών, της οικογενειακής θαλπωρής, της συντροφικότητας; Της έδωσε πολλά, και δεν της ζήτησε ποτέ τίποτε. Κι αυτή τον πλήρωσε με ψέματα, καπρίτσια, εγωισμούς. Τα είχε όλα, αλλά ζητούσε κι άλλα. Όταν κάποιος μας δίνει πολλά και μας αρνείται έστω και κάτι μικρό, τότε τυφλωμένοι από την απληστία, δεν το παραβλέπουμε, αλλά γίνεται αγκάθι και μας τρυπάει. Θέλουμε ολοένα και περισσότερα, δεν μπορούμε να σταματήσουμε, γινόμαστε σαν τους ναρκομανείς, που αν δεν πάρουν αυτό που θέλουν υποφέρουν και ησυχάζουν μόνο όταν το πάρουν, όμως αυτό για πολύ λίγο. Ύστερα θέλουν πάλι… Είχε κουραστεί κι εκείνος από όλα αυτά τα καπρίτσια. Τον τελευταίο καιρό δεν τον καταλάβαινε, ούτε συμμεριζόταν τις ανησυχίες του, τα προβλήματά του. Δεν έβλεπε παρά μόνο τα δικά της. Εκείνος, άκρως συναισθηματικός άνθρωπος δεν μπορούσε άλλο να το αντέξει, άρχισε να ξυπνάει από το λήθαργο. Κατάλαβε ότι εκείνη ετοιμαζόταν να πάει με άλλον. Αυτό ήταν! Το ποτήρι είχε πλέον ξεχειλίσει. Αποφάσισε να μείνει μόνος του, να ανασυγκροτηθεί, να συμμαζέψει τις σκέψεις του. Είχε κουραστεί από αυτή τη σχέση τρία χρόνια. Έμεινε συνειδητά μόνος του. Ήταν μόνος εδώ και ενάμιση χρόνο.
Ώσπου ξαναείδε μπροστά του εκείνη τη γλυκιά κοπέλα που κάποτε του έλεγε πολλά κοιτάζοντας τον στα μάτια. Η καρδιά του σκίρτησε και άρχισε να ελπίζει ξανά. Άρχισε να ελπίζει πως η ζωή ξαναρχίζει πιο όμορφη, πιο ελπιδοφόρα…
Ούτε εκείνος κοιμήθηκε το βράδυ εκείνο. Τη σκεφτόταν συνεχώς και αναπαριστούσε ξανά και ξανά τη σκηνή της συνάντησής τους και της ανταλλαγής βλεμμάτων. Τι όμορφη που ήταν! Και το κυριότερο, τι ομορφιά έβγαινε από μέσα της και καθρεφτιζόταν στο πρόσωπό της. Έπρεπε να την ξαναδεί. Δεν έπρεπε αυτή τη φορά να την αφήσει να ξαναφύγει.
Η μοίρα ανέλαβε πάλι το ρόλο του αρχηγού. Στο χωριό τα σπίτια τους ήταν πολύ κοντά. Για να πάει στο κέντρο του χωριού περνούσε από το σπίτι του. Βέβαια, βοήθησε κι εκείνη λιγάκι τη μοίρα…Θα μπορούσε να είχε πάει από τον κεντρικό δρόμο. Όμως προτίμησε να περάσει μπροστά από το σπίτι του. Ήταν απογευματάκι. Είχε κανονίσει να συναντηθεί με μία φίλη της. Πέρασε από το σπίτι και καλησπέρισε τους γονείς του που ήταν στην αυλή. Εκείνος, -όλως τυχαίως- ακόμη δεν μπορεί να πιστέψει πόσο τυχαία ήταν η ταυτόχρονη έξοδος, έβγαινε από το σπίτι για να πάει στα ξαδέρφια του. Τη συνόδευσε ως την εκκλησία και στο δρόμο συζητούσαν απλά πράγματα, «πού εργάζεσαι», «πού μένεις», «είσαι ευχαριστημένη από τη δουλειά σου» και άλλα τέτοια που συνηθίζουν να λένε όλοι, και ονομάζονται τυπικότητες, ή έτσι να γίνεται κουβέντα… «Εν τη ρύμη του λόγου» έμαθε πως είναι μόνη. Αυτό ήταν! Τη ρώτησε αν θα ξαναβγεί το βράδυ στο πανηγύρι. Έπρεπε να την ξαναδεί οπωσδήποτε. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Εκείνη όμως είπε πως δεν μπορούσε να ξαναβγεί, όσο κι αν το ήθελε κι εκείνη. Χαιρετήθηκαν και χώρισαν οι δρόμοι τους, προσωρινά.
Κάθισε με τη φίλη της στην καφετέρια. Δεν της είπε κουβέντα για τη «νέα» γνωριμία. Δεν ήθελε ακόμη. Φοβόταν να μοιραστεί τα συναισθήματά της με οποιονδήποτε.
Το βράδυ έπεσε αργά. Κοίταξε το ρολόι της. Είχε αργήσει, κι αύριο είχε πρωινό ξύπνημα. Φυσικά όλο το βράδυ τον σκεφτόταν...
Πέρασαν μερικές μέρες, συναντήθηκαν κάνα δύο φορές τυχαία στο δρόμο ανταλλάσσοντας μέσα από το αυτοκίνητο χαιρετισμούς. Την παραμονή του πανηγυριού στο χωριό ξανασυναντήθηκαν. Εκείνη συνοδευόταν από τον μικρότερο αδερφό της. Όμως, όποιος θέλει κάτι δεν τον εμποδίζει τίποτε. Τους ρώτησε αν θα καθίσουν κάπου. Μετά από λίγο πήγε και τους βρήκε. Τους πρόσφερε από ένα βελγικό σοκολατάκι. Μόλις είχε επιστρέψει από το Βέλγιο, όπου πήγε σ’ ένα φίλο του. Με αυτή την αφορμή τους έπιασε συζήτηση. Η συζήτηση κυλούσε ευχάριστα. Εκείνη, αρπάζοντας την ευκαιρία ότι εκείνος ασχολούνταν με τους υπολογιστές, του ζήτησε τη γνώμη του για μια αγορά που σκεφτόταν να κάνει. Εκείνος με αυτή την ευκαιρία της έδωσε την κάρτα με το τηλέφωνό του, τονίζοντας ότι μπορεί να του τηλεφωνήσει όχι μόνο για πληροφορίες αλλά και για να συναντηθούν. Αυτό περίμενε εκείνη. Είχε βάλει στοίχημα με τον εαυτό της, πως, αν της έδινε το τηλέφωνό του, αυτό ήταν σημάδι ότι ενδιαφέρεται. Τώρα το μπαλάκι ήταν στα χέρια της. Του έδωσε κι εκείνη με τη σειρά της το δικό της, όμως εκείνη ήταν αυτή που έπρεπε να τηλεφωνήσει, κι από δω και στο εξής θα έψαχνε την ευκαιρία να βρει μια καλή δικαιολογία. Χωρίστηκαν με την υπόσχεση ότι θα τα ξαναπούν.
Άλλο ένα βράδυ μαρτυρίου. Από τα βράδια εκείνα που είναι γεμάτα από αυτή τη γλυκιά αγωνία και αδημονία, την προσμονή. Και τώρα τι; Δεν ήταν δυνατόν να τον βγάλει από το μυαλό της. Είχε την ελπίδα ότι θα τον ξανάβλεπε αύριο. Μεθαύριο εκείνος έφευγε για Αθήνα. Έπρεπε να παρουσιαστεί στην εργασία του.
Το επόμενο βράδυ τον είδε ελάχιστα. Την ώρα της βόλτας τη χαιρέτησε και της άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι θα τα ξαναπούν στην Αθήνα πια, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα όλων. Εκείνος το πρωί ταξίδευε για Αθήνα, εκείνη θα πήγαινε οικογενειακώς για δυο ημέρες στην Καστοριά. Για ακόμη μια νύχτα κανείς δεν κοιμήθηκε. Ύστερα από ενάμιση χρόνο εσωτερικού πένθους εκείνος νόμιζε ότι ξαναγεννήθηκε. Νόμιζε ότι έγινε ένα θαύμα. Αυτή τη γυναίκα περίμενε σ’ όλη του τη ζωή. Δεν έπρεπε να τη χάσει. Όμως, τι θα γινόταν, αν εκείνη δεν του τηλεφωνούσε; Άφησε το παιχνίδι στα χέρια της. Αυτός δεν μπορούσε να τηλεφωνήσει. Θα ήταν σα να έδειχνε ότι δεν μπορεί να κρατηθεί και ήταν τόσο υπομονετικός… Όχι ήταν σίγουρος πως θα τηλεφωνήσει. Ήταν τόσο σίγουρος…
Οι μέρες στην Καστοριά κύλησαν αδιάφορα…Το μυαλό της ήταν αλλού. Μόλις επέστρεψαν, μετά το Δεκαπενταύγουστο, αποφάσισε να του στείλει ένα μηνυματάκι στο κινητό τηλέφωνο. Δυο απλές λεξούλες: «Τι κάνεις; Ξεκίνησες δουλειά; Εγώ βαριέμαι. Θα τα πούμε, όταν έρθω Αθήνα». Ώσπου να πάρει την απάντηση η καρδιά της κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Η απάντηση έφτασε σ’ ένα λεπτό: «Καλησπέρα. Ακόμη δεν ξεκίνησε καλά η δουλειά. Προσπαθώ να αναπληρώσω τον ύπνο μου. Θα χαρώ πολύ να σε δω, όταν έρθεις με το καλό Αθήνα». Τυπικές απαντήσεις, αλλά με πολύ νόημα. Πίσω από τις λέξεις υπόβοσκε η φλόγα. Κρυφόκαιγε σιγά-σιγά ώσπου να γίνει ισχυρή και τότε τίποτε δεν μπορούσε να τη σβήσει.
Οι μέρες κύλησαν αργά, βασανιστικά, όμως κάποια στιγμή κύλησαν. Εκείνη έκανε το ταξίδι της επιστροφής στην Αθήνα, εκείνος περίμενε τηλέφωνό της. Έφτασε στο σπίτι, τακτοποιήθηκε, έκανε ένα ντους και ξεκουράστηκε.
Το βραδάκι αποφάσισε να του τηλεφωνήσει. «Παρακαλώ!» Ακούστηκε στην άλλη άκρη της γραμμής. «Καλησπέρα, εγώ είμαι!». «Τι κάνεις κούκλα μου, όλα καλά; Πώς ήταν το ταξίδι σου, σήμερα ήρθες;» «Ναι! Το μεσημέρι». Τυπικοί, συνηθισμένοι διάλογοι. Της είπε ότι δεν μπορούσε να τη συναντήσει σήμερα, γιατί είχε μια δουλειά, αλλά της υποσχέθηκε να της τηλεφωνήσει αύριο. Τον καληνύχτισε και έμεινε να κρατάει το ακουστικό, λες και κρατούσε κάτι από εκείνον πάνω της. Δεν το πολυπίστεψε ότι έχει δουλειά τέτοια ώρα, και γι’ αυτό του είπε ότι κι εκείνη είχε κάτι να κάνει το βράδυ, αλλά μπορούσε να περιμένει άλλο ένα βράδυ. Άλλωστε ήταν τόσο σίγουρη μέσα της ότι αυτός ήταν ο άνδρας που περίμενε μία ζωή, και τι αξία είχε ένα βράδυ μακριά του, αφού θα ήταν μια ζωή μαζί. Ίσως μοιάζει ανόητο, όμως είχε μια μοναδική σιγουριά ότι έτσι είναι τα πράγματα. Κι αυτή τη σιγουριά την είχε πρώτη φορά στη ζωή της. Και ήταν σίγουρο ότι δε θα έβγαινε γελασμένη.
Άλλο ένα βράδυ αγωνίας, γλυκιάς προσμονής, καρδιοχτυπιού. Η μέρα πέρασε με διάφορες δουλειές και για τους δύο. Λίγο πριν πάει για δουλειά, της τηλεφώνησε και κανόνισαν τις λεπτομέρειες του πρώτου τους ραντεβού οι δυο τους. Θα ερχόταν να την πάρει. Μπήκε στο αυτοκίνητο και πήραν τη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Την πήγε σ’ ένα όμορφο μέρος στη Γλυφάδα. Τα τραπεζάκια ήταν δίπλα στη θάλασσα. Άρχισαν να ξεδιπλώνουν τις πτυχές της προσωπικότητάς τους και κάθε φορά που έλεγε κάτι ο ένας, ακουγόταν ένα επιφώνημα έκπληξης από τον άλλο. Δεν υπήρχε κάτι που να πει ο ένας και να μην το θέλει κι ο άλλος. Δεν υπήρχε κάτι που να πει ο ένας και να μην το έχει σκεφτεί προηγουμένως ή ταυτόχρονα ο άλλος. Εκεί στην άκρη της θάλασσας με την αυγουστιάτικη αύρα να τους χαϊδεύει τα πρόσωπα ξεδίπλωναν ο ένας τις πτυχές του χαρακτήρα του άλλου, μην πιστεύοντας ότι έχουν ο καθένας τους απέναντι τον εαυτό του.
Την επέστρεψε στο σπίτι της και την ώρα που την άφηνε έξω από την πόρτα υποσχέθηκε πως αύριο θα τα ξαναπούν. Έφυγε κι εκείνη ανέβηκε τις σκάλες με μια γλυκιά αίσθηση πληρότητας. Δεν είχε ξανανιώσει έτσι στη ζωή της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και την πήρε γλυκά ο ύπνος. Παραδόθηκε γλυκά στην αγκαλιά του Μορφέα και στα όνειρα που απλόχερα της πρόσφερε.
Το επόμενο απόγευμα ήρθε πάλι να την πάρει. Αυτή τη φορά προτίμησε Βόρεια Προάστια. Την πήγε στην Κηφισιά. Τη ρωτούσε αν είχε κάποια προτίμηση για κάτι άλλο. Εκείνη τον είχε εξουσιοδοτήσει «εν λευκώ». Άλλωστε τι να του έλεγε, ότι πέντε χρόνια στην Αθήνα, δεν είχε πάει σχεδόν πουθενά; Για άλλη μια φορά διαπίστωνε ότι είχε χάσει περίπου τρία χρόνια από τη ζωή της ή ότι πέρασαν ανούσια, αφήνοντας πίσω τους μόνο απογοήτευση. Απογοήτευση, γιατί είχε επενδύσει σε μια σχέση που δεν έβγαζε πουθενά και σ’ έναν άνθρωπο που δεν το άξιζε. Είχε διαρκώς την τάση να τα βάζει με τον εαυτό της. Ήξερε καλά πότε κάνει λάθος. Το άσχημο όμως ήταν πώς το έκανε το λάθος κι έπειτα τα έβαζε με τον εαυτό της. Αυτό όμως δεν ωφελεί. Αντίθετα, δημιουργεί ένα δυσάρεστο συναίσθημα κενού, απογοήτευσης και ταπείνωσης. Τη διέκοψε από τις σκέψεις της προτείνοντας της αν θέλει να κάνουν μια βόλτα. Εκείνη δέχθηκε. Ήθελε να τον έχει όσο το δυνατόν περισσότερο δίπλα της.
Βλεπόταν κάθε μέρα... Το Σαββατόβραδο πήγαν στη Χαλκίδα. Πέντε χρόνια στην Αθήνα, δεν είχε καταφέρει να πάει στη Χαλκίδα και πήγε μαζί του, ενώ ήταν η τρίτη μέρα της γνωριμίας τους. Ήταν υπέροχα! Όλα ήταν υπέροχα! Δεν έβρισκε κάποιο ψεγάδι πάνω του, δεν έβρισκε κάτι άσχημο ή στραβό. Δεν μπορεί κάτι θα κάνει λάθος, κάπου θα πει κάτι που δεν πρέπει. Όμως δεν έγινε έτσι. Κι εξακολουθούσαν να ακολουθούν την καρδιά τους. Αισθανόταν ότι ζούσε σ’ ένα παραμύθι. Αισθανόταν ότι μια καλή νεράιδα έκανε πραγματικότητα όλες τις της επιθυμίες. Μα ποιος ήταν αυτός; Μήπως ήταν κάποιο ξωτικό, κάποιο καλό πνεύμα, ο φύλακας – άγγελός της; Στο δρόμο της επιστροφής έχασαν τον Ωρωπό, όπου της υποσχέθηκε να πάνε, αλλά βρήκαν ο ένας τον άλλο, βρήκαν η μια ψυχή την αδερφή της, βρήκαν το άλλο τους μισό και τα χαμένα τους όνειρα γινόταν πραγματικότητα. Του ζήτησε να πάνε στην «Όστρια», στην παραλία του Αλίμου. Εκεί που ήταν το αγαπημένο της μέρος. Εκεί είχε συζητήσει πολλές φορές διάφορα πράγματα, εκεί είχε πνίξει καημούς, εκεί πήρε αποφάσεις. Εκεί στην άκρη της θάλασσας, εκεί μόνο θα μπορούσε να διώξει τα φαντάσματα του παρελθόντος, εκεί θα του άνοιγε την καρδιά της. Ως εκείνη τη στιγμή ήταν άκρως διακριτικός. Ούτε το χέρι της δεν είχε πιάσει. Άρχισαν να ξετυλίγουν το κουβάρι των ιστοριών τους. Ξεκίνησε εκείνος για να την κάνει να αισθανθεί περισσότερο άνετα. Κατά τη διάρκεια της μιας και της άλλης αφήγησης διαπίστωναν για μια ακόμη φορά την ομοιότητα των προηγούμενων ιστοριών τους. Αυτή κι αν ήταν συνομωσία της μοίρας. Μα μήπως τους έβλεπε κάποιος από ψηλά και κινούσε τα νήματα; Όπως συνέβαινε στις «Χίλιες και μια νύχτες» με τα ξωτικά που έπαιζαν σκαρώνοντας διάφορα τέτοια παιχνιδάκια και αντάμωναν νέους από την Κίνα με κορίτσια από την Περσία; Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της κι εκείνος της έπιασε το χέρι και το φίλησε τρυφερά. Έπειτα την αγκάλιασε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. «Μην ανησυχείς γλυκιά μου, εγώ είμαι εδώ. Όλα θα περάσουν. Απλώς θέλουν το χρόνο τους». Εκείνη τη στιγμή είδαν ένα αστέρι να πέφτει. «Πρόλαβες να κάνεις ευχή;» τον ρώτησε. Εκείνος της έγνεψε καταφατικά. «Ελπίζω να κάναμε την ίδια!» συμπλήρωσε εκείνη χαμογελώντας. Είχαν κι οι δυο ανάγκη από αγάπη, αληθινή αγάπη, χωρίς μικροπρέπειες και ανταγωνισμούς, χωρίς εγωισμούς και εμπάθειες. Μια αγάπη αληθινή, άδολη, αγνή. Όχι δε συμβαίνουν αυτά στα παραμύθια, αυτά συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας. Τα παραμύθια αντιγράφουν την πραγματικότητα.
Πήραν το δρόμο της επιστροφής εξαγνισμένοι μετά τις αμοιβαίες αποκαλύψεις. Μόλις έφτασαν μπροστά στο σπίτι της, εκείνη γύρισε, τον κοίταξε και του πρότεινε: «Θα ήθελες να ανέβεις για λίγο μέσα;». Αυτός δεν έφερε φυσικά αντίρρηση. Άλλωστε το περίμενε αργά ή γρήγορα. Ίσως όχι τόσο γρήγορα. Πάρκαρε το αυτοκίνητο και την ακολούθησε. Το δυαράκι ήταν όμορφα συμμαζεμένο. Μικρό αλλά βολικό. Του άρεσε και της είπε ότι έχει κάτι το φοιτητικό. Κάθισαν στο κρεβάτι και μιλούσαν. Η αμηχανία, ειδικά σ’ εκείνη ήταν έκδηλη. Του διάβασε το «Μονόγραμμα» του Οδ. Ελύτη. Ήταν το αγαπημένο της ποίημα. Μιλάει για έναν άνδρα που έχασε την αγάπη του και αναπολεί όσα έζησαν μαζί. Ήταν ο πρώτος άντρας στον οποίο το απάγγελνε, ήταν ο μοναδικός που θα την καταλάβαινε και θα καταλάβαινε τις ευαισθησίες της, γιατί είχε κι αυτός ακριβώς της ίδιες. Καθόταν προσηλωμένος απέναντί της και την άκουγε αμίλητος καθώς απάγγελνε. Μόλις τέλειωσε η απαγγελία, πλησίασε και τη φίλησε. Έμειναν λίγο αμήχανοι. Το δωμάτιο γέμισε από εκείνη τη σιωπή της αμηχανίας, από εκείνη την αίσθηση που πλανάται λίγο πριν ενωθούν δύο άνθρωποι. Όμως δεν έγινε τίποτα εκείνο το βράδυ. Η αγωνία παρατάθηκε για την επομένη. Χωρίστηκαν αφήνοντας για την αυριανή μέρα τα υπόλοιπα.
Την επομένη πήγαν σε ένα εστιατόριο με ιταλικές γεύσεις στη Γλυφάδα. Αφού έφαγαν ποικιλία με αλλαντικά, σαλάτα και ήπιαν λευκό κρασί, επέστρεψαν στο σπίτι της. Τον κάλεσε πάλι επάνω. Εκείνος την ακολούθησε. Αφού συζήτησαν λιγάκι υπό τους ήχους απαλής μουσικής, άρχισε να τη φιλάει. Αφού εκείνη έδωσε το πράσινο φως, συνέχισε να τη φιλάει στο λαιμό και να τη χαϊδεύει. Εκείνη ανταποκρινόταν κάνοντας το ίδιο. Άρχισε να της βγάζει τα ρούχα. Πρώτα το μπλουζάκι, ενώ συνέχισε να τη φιλά, έπειτα της ξεκούμπωσε το παντελόνι ενώ ταυτόχρονα απελευθερωνόταν κι εκείνος από τα δικά του ρούχα. Όλη αυτή η «ιεροτελεστία» κράτησε αρκετά λεπτά, τόσα όσα χρειαζόταν για να αυξηθεί στο έπακρο η ερωτική επιθυμία και των δυο. Αφού έμειναν και δύο εντελώς γυμνοί με αργές κινήσεις μπήκε απαλά μέσα της. Ένας αναστεναγμός ευχαρίστησης ξεπήδησε από τα χείλη της. Ενώθηκαν εκεί κάτω από τους ήχους απαλής μπαλάντας και χωρίς να πει ο ένας στον άλλον τίποτα. Σα να γνωριζόταν από καιρό, σα να ήξερε ο ένας τι ήθελε και τι ζητούσε ο άλλος. Εκείνη δεν είχε ξανανιώσει τέτοια ολοκλήρωση άλλη φορά. Κι εκείνος χαιρόταν που την έβλεπε να νιώθει υπέροχα. Έμειναν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου παραδομένοι μέσα στη γλυκιά απόλαυση που τους χάρισε η πρόσφατη ένωσή τους, σφραγίζοντας έτσι το δεσμό τους…
A.T