Είμαστε Γυναίκες κι αυτό μας κάνει...Μοναδικές!
Ένα παραμύθι με...διαφορετικό τέλος!
Μια φορά και έναν καιρό....έτσι ξεκινάνε τα παραμύθια και τελειώνουν κάπως έτσι: και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα...αυτό το παραμύθι όμως είχε διαφορετικό τέλος..
Ήταν μια νέα και ένας νέος σε μια μεγάλη πόλη...άγνωστοι μεταξύ αγνώστος..γνωρίστηκαν τυχαία, αγαπήθηκαν απτην πρώτη στιγμή και αποφάσισαν να είναι μαζί. Τα χρόνια περνούσαν πάρα πολύ ωραία χωρίς πολλά προβλήματα μεταξύ τους..Τα θέματα που είχαν ήταν κυρίως ερωτικού περιεχομένου εκείνος ζητούσε πράγματα που η κοπέλα δεν ήξερε, δεν ήθελε και της φαινόντουσαν περιέργα. Με τον καιρό τα συνήθισε τα αποδέκτικε και άρχισαν να της φαίνονται νορμάλ.
Και οι δύο από καλές οικογένειες που αποδέχτηκαν την σχέση τους, και έτσι μπορούσαν να πηγαίνουν ο ένας σπίτι του άλλου εξαρχής. Με τα χρόνια, πέντε για την ακρίβεια, αποφάσισαν να συζήσουν. Εκείνη μορφωμένη με καλή θέση εργασίας, εκείνος μορφωμένος στα θρανία της ζωής με όχι τόσο καλή δουλειά αλλά πάνω από όλα μια καλή και τίμια εργασία. Όσες φορές προσθαφαίρεσαν έξοδα και έσοδα πίστευαν ότι θα τα καταφέρουν. Αποφάσισαν λοιπόν να κάνουν το μεγάλο βήμα.
Η κοπέλα ήθελε μια σειρά στο παραμύθι της. Πρώτα να γνωριστούν οι οικογένειες μεταξύ τους, μετά να βρουν το διαμέρισμα που θα έμεναν, μετά να πάρουν πράγματα και μετά να κάνουν ένα πάρτυ και να μείνουν εκεί μαζί που θα στέγαζαν τον ερωτά τους.
Καλά λένε όμως ότι η μοίρα έχει άλλα σχέδια και εμείς άλλα σχέδια.
Ο νέος μη θέλοντας να της χαλάσει χατήρι, κανονίζει να βρεθούν οι οικογένεις σε ένα ταβερνάκι. Η συνάντηση πήγε πολύ καλά και το σχέδιο συνεχίστηκε κανονικά. Αγωνία και τρέξιμο να βρουν το σωστό σπίτι..χαμός πανικός...
Οικογενειακά ο καθένας πήγαινε με τους δικούς του και έπερνε πράγματα για το σπίτι. Η χαρά και ο ενθουσιασμός στα ύψη, η αγάπη τους όλο και δυνάμωνε.
Ήταν Πέμπτη απόγευμα όταν μίλησαν και κανόνισαν να βρεθούν το βραδάκι και επιτέλους Δευτέρα να μετακομίσουν κανονικά σπίτι τους. Η κοπέλα σχόλασε απτη δουλειά της και τον πήρε τηλέφωνο αλλά καμία απάντηση. Πέρασε η ώρα πήγε σπίτι της άνοιξε την ντουλάπα της και άρχισε με ενθουσιασμό να ετοιμάζει τα ρούχα που θα έπερνε στο νέο σπίτι. Η μητέρα της τη συμβούλευσε να πάρει εποχιακά ρούχα και να μη μετακομίσει τα πάντα για να τα τακτοποιεί ταυτόχρονα στο νέο σπίτι. Ξεκίνησαν μαζί τη διαδικασία να τα ξεχωρίσουν και να πλύνουν και να σιδερώσουν τα ρούχα. Η ώρα είχε περάσει είχε φτάσει σχεδόν 10 και καμία ειδοποίηση απτον νεό. Η κοπέλα άρχισε να ανησυχεί, καλεί στο σπίτι του στο σταθερό καμία απάντηση, ένιωθε ότι κάτι σοβαρό έχει γίνει. Πέρνει στο κινητό του πάλι καμία απάντηση. Αμέσως μετά χτυπάει το κινητό της ήταν η μητέρα του από το δικό της κινητό. Η φωνή της παγωμένη, ψυχρή και σταθερή, της είπε κατά λέξη: Μην ανησυχήσεις όλα είναι καλά απλά ο ......θα νοσηλευτεί λίγο διάστημα στην Ψυχιατρική Κλινική της Πόλης. Κενό, σκοτάδι, καμία ανάσα, καμία αντίδραση. Η κοπέλα λέει κατά λέξη ελάτε μη με πειράζεται δώστε μου να του μιλήσω. Εκείνη της απαντάει έλα να τον δεις αν θέλεις αλλά είναι καλά μην ανησυχείς. Η κοπέλα κλείνει το τηλέφωνο πέφτει στο πάτωμα ανοίγει το στόμα και αρχίζει να ουρλίαζει, να ουρλίαζει όσο πιο δυνατά μπορεί, η μητέρα της πήγε γρήγορα στο δωμάτιο προσπαθούσε να την συνεφέρει αλλά μάταια, είχε υποστεί σοκ, τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα και η φωνή της κόντευε να φτάσει στα βουνά, τα μάτια της ορθάνοιχτα και κοιτάζαν το κενό. Μετά από λίγα λεπτά συνήλθε, είπε στη μητέρα της τί συνέβει και ξεκίνησαν και οι δύο για την κλινική. Φτάνοντας εκεί, βρήκαν τους γονείς του και κάποιους συγγενείς, ψύχραιμους προσπαθώντας να κρατήσουν την κοπέλα μακρυά από τους γιατρούς. Εκείνη ζητούσε να δεί το νέο της εξήγησαν ότι είχε γίνει ηρεμιστική ένεση και ότι την άλλη μέρα θα μπορούσε να τον συναντήσει. Εκείνη επέμενε και τότε τον έφεραν να τον δεί. Ήρθε περπατώντας προς το μέρος της, τη φίλησε στο μάγουλο της χάιδεψε τα μαλλιά και της είπε ότι ήταν μια δική του επιλογή να εισαχθεί στην κλινική. Εκείνη κλαίγοντας προσπαθούσε να καταλάβει τί είχε συμβεί, εκείνος συνέχιζε με απλανές βλέμμα να της χαιδεύει τα μαλλιά και να επαναλαμβάνει η μαμα μου είπε ότι θα μου κάνει καλό, η μαμά μου είπε ότι το χρειαζόμουν, η μαμά μου είπε ότι θα το ξεπεράσω και αυτό. Η κοπέλα ένιωθε να την διαπερνά ρεύμα τί εννοείς και αυτό τον ρωτάει, εκείνος συνέχισε σαν μοτέρ να λέει πρέπει να καταλάβεις δεν είναι ότι δεν είμαι καλά είναι ότι δεν μπορώ να διαχειριστώ την χαρά που με πλημύρισε απτην ώρα που αποφασίσαμε να μείνουμε μαζί και η μαμά μου είπε, συνέχισε να της λέει, ότι το καλύτερο είναι να μείνω για λίγο εδώ όπως τότε.
Οι μέρες πέρασαν, η κοπέλα συνέχισε να τον επισκέπτετε κάθε μέρα τον έβλεπε σε μια κατάσταση πέρα από την φαντασία της. Όταν ζήτησε εξηγήσεις από την μητέρα του ήταν ότι φοβήθηκε και τον πήγε στην κλινική υποστηρίζοντας ότι πρώτη φορά πήγαινε εκεί το παιδί της.
Μετά από λίγες μέρες μιλώντας με τους θεράποντες ιατρούς, της είπαν την αλήθεια. Ο νεός αυτός έπασχε από μια μορφή σοβαρής ψυχικής διαταραχής που ίσως να ήταν και κληρονομική μιας και είχαν και άλλο πρόσωπο στην οικογένεια με την ίδια διάγνωση. Ο νέος ήταν πολύ δεμένος με την μητέρα του και την στιγμή που ένιωσε ότι θα την αποχωριστεί κατέρρευσε, είχε νοσηλευτεί πολύ παλαιότερα και θεωρούσαν ότι είχε θεραπευτεί, δεν έπερνε κάποια θεραπεία ούτε ακολουθούσε κάποια αγωγή, Ήταν ένας νεός όπως εγώ εσύ ο διπλανός σου ο απεναντί σου. Η κοπέλα μίλησε επανηλλημένα στους γιατρούς για ώρες προσπαθώντας να μάθουν πληροφορίες για αυτόν μέσα από την πολυετή σχέση τους και συνέχεια κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα...η μητέρα του έπαιζε κομβικό ρόλο στην ζωή του. Την συμβούλευσαν να μιλήσει και η ίδια με ένα ψυχολόγο να προσπαθήσει να αντιμετωπίση την κατάσταση. Οι θεράποντες ιατροί την ενημέρωσαν ότι ο νέος πλέον θα πρέπει να παρακολουθείτε από γιατρούς σε συνενδρίες και να ακολουθεί φαρμακευτική αγωγή, δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος που εκείνη είχε γνωρίσει και υπάρχει στην συγκεκριμένη πάθηση ποσοστό κληρονομικότητας. Έπρεπε να αποφασίσει και μάλιστα γρήγορα....οι γονείς της, της άφησαν χώρο και χρόνο να σκεφτεί και να αποφασίσει ότι θέλει και εκείνοι θα είναι δίπλα της ότι και αν θέλει να κάνει.
Τον καιρό που εκείνος νοσηλευόταν τις ώρες που τον επισκεπτόταν ήταν πάντα παρούσα η μητέρα του, ποτέ δεν τον άφησε ούτε λεπτό να μείνουν μόνοι τους. Το αποτέλεσμα ήταν αφού εκείνος πήρε εξιτήριο και αφού συνέχισαν να είναι μαζί για ένα μήνα τελικά χώρισαν. Ανώδυνα, σαν δυο ξένοι, σαν δυο απλά ξένοι.
Παντού κρύο, παντού σκοτάδι, παντού άγνωστοι και γνωστοί, παντού ερωτήσεις, παντού ερωτηματικά..
Και οι δύο συνέχισαν τη ζωή τους. Εκείνη δε το ξεπέρασε ποτέ εκείνος δεν ξέρω.